- επίκοπος
- -η, -ο (AM ἐπίκοπος, -ον) [επικόπτω]νεοελλ.κουρασμένοςαρχ.-μσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίκοποντο επικόπανο*αρχ.1. αυτός που κόπηκε2. (για δέντρο) κλαδεμένος3. (για χαράγματα σε νομίσματα) αυτός που χτυπήθηκε, τυπώθηκε δύο φορές (γιατί την πρώτη απέτυχε η τύπωση)4. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπίκοπος(κατά τον Ησύχ.) «χάραγμα ἐκ νέου πληγέν».
Dictionary of Greek. 2013.